κενεμβατώ
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Greek Monolingual
(Α κενεμβατῶ, -έω)
(για χειρουργικά εργαλεία) εισδύω σε κοιλότητα και κινούμαι στο κενό
αρχ.
1. γλιστρώ, πέφτω πατώντας κατά λάθος στο κενό, σε κοίλωμα ή τρύπα («ἀλλ' ὀλίσθημα ποιεῑ καθάπερ κενεμβατοῡσιν», Πλούτ.)
2. μτφ. α) μιλώ χωρίς να σκέπτομαι, δεν έχω στερεή βάση, αεροβατώ
β) ζω ελεύθερη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κενεμβάτης, κατά τα άλλα σύνθ. σε -βατῶ].