κερχναλέος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
German (Pape)
[Seite 1426] = κερχαλέος, Galen.
Greek Monolingual
κερχναλέος, -α, -ον (Α)
δ. γρφ. του κερχαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφυρμό τών κέρχνος (II) και κερχαλέος.