κήνσωρ

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek (Liddell-Scott)

κήνσωρ: -ορος, (κατὰ Κόντον κήνσωρος, Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 137), ὁ Λατ. censor, τιμητής, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 17. 13, Ἀθαν. Ι. 365Α, C, κλ.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κήνσωρ και κένσωρ -ορός ή, ορθ., -ωρος)
νεοελλ.-μσν.
(επί βενετοκρατίας στα Επτάνησα) τιμητικό αξίωμα
αρχ.
(στη Ρώμη) τιμητής, αξίωμα που έφεραν δύο άρχοντες οι οποίοι διενεργούσαν την απογραφή τών πολιτών και την εκτίμηση της περιουσίας τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. censor «τιμητής»].