κίρσιον
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
German (Pape)
[Seite 1442] τό, eine Distelart, die gegen die Krankheit κιρσός half, wie man meinte, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κίρσιον: τό, εἶδος σκολύμου («γαϊδουραγκάθου»), περὶ οὗ λέγεται ὅτι θεραπεύει τὸν κιρσόν, Διοσκ. 4. 119.
Greek Monolingual
το (Α κίρσιον)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός. Το φυτό αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της χρήσεώς του στη θεραπεία τών κιρσών].