κλεφτρόνι
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
το
κλέφτης που κλέβει μικρής αξίας πράγματα, μικροκλέφτης, κλεφταράκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεφτρ- (πρβλ. κλέφτρα) + κατάλ. -όνι (< ιταλ. -one), πρβλ. καδρ-όνι, κασ-όνι].