κοκτέιλ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
το
1. ποτό που παρασκευάζεται με ανάμιξη διαφόρων οινοπνευματωδών ποτών και στο οποίο μπορεί να προστεθούν και κομμάτια νωπών καρπών, φρούτων κ.λπ.
2. φρ. «κοκτέιλ-πάρτι» — ημιεπίσημη κοινωνική συγκέντρωση, εσπερινή δεξίωση περιορισμένης διάρκειας, κατά την οποία προσφέρονται ποτά
3. φρ. ιατρ. «λυτικό κοκτέιλ» — συνδυασμός φαρμάκων με βάση ένα νευροπληγικό, ένα αντιισταμινικό και ένα αναλγητικό, ο οποίος χρησιμοποιείται σε ποικιλία καταστάσεων, όπως λ.χ. κρίσεων σπασμών, κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων, τεχνητής χειμερίασης κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cocktail, πιθ. < cock «κόκορας» (< μσν. αγγλ. cok < αρχ. αγγλ. cocc, πιθ. συγγενές με απηρχ. ολλ. cocke, ηχομιμητικές λ.) + tail «ουρά» (< αρχ. αγγλ. t?gel, t?gl, συγγενές με αρχ. άνω γερμ. zagal, αρχ. σκανδ. tagl, γοτθ. tagl)].