δεξίωση
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Greek Monolingual
η (AM δεξίωσις) δεξιούμαι
το να απλώνει κανείς το χέρι για να χαιρετίσει κάποιον
νεοελλ.
1. η υποδοχή προσκεκλημένων σε εορταστική εκδήλωση ή επίσημη συγκέντρωση
2. παράσταση σε επιτύμβιες στήλες, στην οποία το ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα απλώνει το χέρι για να χαιρετίσει κάποιο άλλο
αρχ.
1. ψηφοθηρία
2. συμφιλίωση («δεξίωσις τῶν διαστάντων»).