δεξίωση
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
Greek Monolingual
η (AM δεξίωσις) δεξιούμαι
το να απλώνει κανείς το χέρι για να χαιρετίσει κάποιον
νεοελλ.
1. η υποδοχή προσκεκλημένων σε εορταστική εκδήλωση ή επίσημη συγκέντρωση
2. παράσταση σε επιτύμβιες στήλες, στην οποία το ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα απλώνει το χέρι για να χαιρετίσει κάποιο άλλο
αρχ.
1. ψηφοθηρία
2. συμφιλίωση («δεξίωσις τῶν διαστάντων»).