κοκτέιλ

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

το
1. ποτό που παρασκευάζεται με ανάμιξη διαφόρων οινοπνευματωδών ποτών και στο οποίο μπορεί να προστεθούν και κομμάτια νωπών καρπών, φρούτων κ.λπ.
2. φρ. «κοκτέιλ-πάρτι» — ημιεπίσημη κοινωνική συγκέντρωση, εσπερινή δεξίωση περιορισμένης διάρκειας, κατά την οποία προσφέρονται ποτά
3. φρ. ιατρ. «λυτικό κοκτέιλ» — συνδυασμός φαρμάκων με βάση ένα νευροπληγικό, ένα αντιισταμινικό και ένα αναλγητικό, ο οποίος χρησιμοποιείται σε ποικιλία καταστάσεων, όπως λ.χ. κρίσεων σπασμών, κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων, τεχνητής χειμερίασης κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cocktail, πιθ. < cock «κόκορας» (< μσν. αγγλ. cok < αρχ. αγγλ. cocc, πιθ. συγγενές με απηρχ. ολλ. cocke, ηχομιμητικές λ.) + tail «ουρά» (< αρχ. αγγλ. t?gel, t?gl, συγγενές με αρχ. άνω γερμ. zagal, αρχ. σκανδ. tagl, γοτθ. tagl)].