κομήτις
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
κομῆτις, -ιδος, ἡ (Α)
(θηλ. του κομήτης) αυτή που έχει πολλά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομήτης, με σημ. «αυτός που έχει πολλά μαλλιά»].