ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
-η, -ο (ΑM κονταρᾱτος, -η, -ον)
αυτός που κρατά κοντάρι, που είναι οπλισμένος με κοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρι(ον) + κατάλ. -ᾶτος (< λατ. -atus), πρβλ. μελ-άτος, νυχ-άτος].