Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
ο
1. κορφολόγος
2. (τροφ. τεχνολ.) μηχανή για τον αποχωρισμό του ανθογάλακτος από το γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + -λόγος < λέγω, πρβλ. εντομο-λόγος. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ecremeuse].