δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ο1. αυτός που έλαβε το μοναχικό σχήμα και δεν ζει στο μοναστήρι αλλά έξω, στον κόσμο2. λαϊκός ο οποίος ζει ασκητική ζωή.