κορωνόβιος
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
κορωνόβιος, -ον (Μ)
1. αυτός που έζησε πολλά χρόνια, κορακοζώητος
2. φρ. «κορωνόβιον γῆρας» — βαθιά γερατειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη «κουρούνα» + -βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό-βιος, νυκτό-βιος].