κορώνω

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι διάπυρο, πυρακτώνω
2. εξερεθίζω, φλογίζω («το κρασί μέ κόρωσε»)
3. πυρακτώνομαι, φλέγομαι
4. γίνομαι κατακόκκινος από θυμό, εξοργίζομαι
5. (για πάθος) φτάνω σε μεγάλη ένταση, εξάπτομαι («εκόρωσε το πείσμα του»)
6. (για χώρο) γεμίζω κάπνα
7. φρ. «άναψε και κόρωσε» — οργίστηκε πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρος (Ι) «κορεσμός»].