κρητίζω

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source

French (Bailly abrégé)

agir ou parler comme un Crétois, càd être fourbe, imposteur.
Étymologie: Κρής.

Greek Monolingual

κρητίζω (Α) Κρης
1. μιλώ με κρητική προφορά, μιλώ σαν Κρητικός
2. μιμούμαι τους Κρητικούς στα ψέματα
3. παροιμ. «προς Κρῆτα κρητίζειν» — το να απατά κάποιος τον απατεώνα.