κυβέρνημα

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

το κυβερνώ
1. η διακυβέρνηση πλοίου με το πηδάλιο
2. μέριμνα για την οικονομική διαχείριση και συντήρηση του σπιτιού.