κυβέρνημα

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

Greek Monolingual

το κυβερνώ
1. η διακυβέρνηση πλοίου με το πηδάλιο
2. μέριμνα για την οικονομική διαχείριση και συντήρηση του σπιτιού.