κυρσερίδες

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυρσερίδες Medium diacritics: κυρσερίδες Low diacritics: κυρσερίδες Capitals: ΚΥΡΣΕΡΙΔΕΣ
Transliteration A: kyrserídes Transliteration B: kyrserides Transliteration C: kyrserides Beta Code: kurseri/des

English (LSJ)

τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες, Hsch. κυρσίον· μειράκιον, Id.; cf. κυρσάνιος. κυρσός,

   A gibberosus, Gloss.

Greek Monolingual

κυρσερίδες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῑα, κυψελίδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος και, κατά μία άποψη, προήλθε από κυρσέρα, με πιθ. επίδραση του κρησέρα «κόσκινο»].