κυβερνισμός
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ὁ,
A = κυβέρνησις Aq.Na.3.1.
German (Pape)
[Seite 1522] ὁ, = κυβέρνησις, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνισμός: ὁ, = κυβέρνησις, Ἀκύλας ἐν Ναοὺμ Γ΄, 1, Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
κυβερνισμός, ὁ (Α)
η κυβέρνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κυβερνίζω].