κυρτοκάπηλος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek (Liddell-Scott)

κυρτοκάπηλος: ὁ, πωλητὴς ἁλιευτικῶν σκευῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 9180.

Greek Monolingual

κυρτοκάπηλος, ὁ (Α)
ο πωλητής κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής» (πρβλ. ελαιο-κάπηλος, οινο-κάπηλος)].