μολυβής
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
-ιά, -ί μολύβι
1. αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, μολυβδόχρωμος
2. το ουδ. ως ουσ. το μολυβί
το χρώμα του μολύβδου.