μάταξα

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source

German (Pape)

[Seite 101] ἡ, jeder Faden, später bes. der Kokon der Seidenraupe, und die rohe Seide selbst; es ist ein Fremdwort, s. μέταξα.

Greek (Liddell-Scott)

μάταξα: ἡ, ἴδε μέταξα.

Greek Monolingual

μάταξα, ἡ (Α)
μέταξα, μετάξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταξα, πιθ. κατ' επίδραση του λατ. mataxa].