Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
και μεταμεσονύχτιος, -α, -οαυτός που υπάρχει ή γίνεται μετά τα μεσάνυχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + μεσονύκτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Παγανέλη].