μεταλλόχρυσος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
German (Pape)
[Seite 149] Gold enthaltend, γαῖα, Paul. Sil. 74, 44.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλόχρῡσος: -ον, ὁ περιέχων μέταλλον χρυσοῦ, Παύλ. Σιλεντ. εἰς τὰ ἐν Πυθίοις Θερμὰ 44.
Greek Monolingual
μεταλλόχρυσος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει μέταλλο χρυσού («μεταλλόχρυσος γαῑα», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλον + χρυσός.