λευκέρυθρος
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
ον,
A whitish red, χροιαί Arist.Phgn.806b4; of persons, Ptol.Tetr.143.
German (Pape)
[Seite 33] weißroth, Arist. physiogn. 2 u. Sp., die auch λευκερυθρόχρους, von weißrother Farbe, u. λευκερυθροφωσφόρος bilden.
Greek (Liddell-Scott)
λευκέρυθρος: -ον, «ἀσπροκόκκινος», χροιὰ Ἀριστ. Φυσιογνωσ. 2. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λευκέρυθρος, -ον Α και λευκοέρυθρος, -ον) λευκός και ερυθρός, ερυθρόλευκος, ασπροκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἐρυθρός.