λίρα
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
η
1. χρυσό νόμισμα με διαφορετική κατά τόπους και χρονικές περιόδους αξία
2. κύρια νομισματική μονάδα διαφόρων χωρών (α. «λίρα Αγγλίας» ή «λίρα στερλίνα» β. «λίρα Κύπρου» γ. «λίρα Αιγύπτου»)
3. η ιταλική λιρέτα
4. φρ. «λίρα με ουρά» — πολλά χρήματα, αμέτρητος πλούτος
5. παροιμ. «τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος» — λέγεται σε κάποιον όταν εκφράζεται ασυνάρτητα ή λέει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lira < λατ. libra «μονάδα βάρους»].