λιρέτα
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
η
η νομισματική μονάδα της Ιταλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. liretta, υποκορ. του ιταλ. lira].