βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
η (AM λογιότης) λόγιος
1. η ιδιότητα του λόγιου ανθρώπου
2. είδος φιλοφρονητικής, τιμητικής προσφώνησης καλλιεργημένων πνευματικά ανθρώπων
μσν.-αρχ.
1. ευφράδεια, ευγλωττία
2. λογικότητα
αρχ.
1. η αγάπη για τους λόγους ή τους παλαιούς μύθους
2. νοημοσύνη.