λογιότητα

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

η (AM λογιότης) λόγιος
1. η ιδιότητα του λόγιου ανθρώπου
2. είδος φιλοφρονητικής, τιμητικής προσφώνησης καλλιεργημένων πνευματικά ανθρώπων
μσν.-αρχ.
1. ευφράδεια, ευγλωττία
2. λογικότητα
αρχ.
1. η αγάπη για τους λόγους ή τους παλαιούς μύθους
2. νοημοσύνη.