λογιότητα
From LSJ
η (AM λογιότης) λόγιος
1. η ιδιότητα του λόγιου ανθρώπου
2. είδος φιλοφρονητικής, τιμητικής προσφώνησης καλλιεργημένων πνευματικά ανθρώπων
μσν.-αρχ.
1. ευφράδεια, ευγλωττία
2. λογικότητα
αρχ.
1. η αγάπη για τους λόγους ή τους παλαιούς μύθους
2. νοημοσύνη.