λογιότης
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
λογιότητος, ἡ,
A eloquence, Ph.2.93, Plu.2.205a; ascribed to Sophocles by Id.2.348d.
II as title, from λόγιος 1.2, ἡ σὴ λογιότης POxy.902.13 (v A. D.), etc.
French (Bailly abrégé)
λογιότητος (ἡ) :
éloquence.
Étymologie: λόγιος.
Greek (Liddell-Scott)
λογιότης: λογιότητος, ἡ, εὐγλωττία, Φίλων 2. 93, Πλούτ. 2. 205A. 2) διάθεσις, ἀγάπη πρὸς τοὺς λόγους ἢ παλαιοὺς μύθους, χαρακτηριστικόν, ὅπερ ὁ Πλούτ. ἔδωκε (2. 348D) εἰς τὸν Σοφ., ἐνῷ εἰς τὸν Αἰσχύλ. ἀποδίδει στόμα, εἰς δὲ τὸν Εὐρ. σοφίαν. ΙΙ. νοημοσύνη, Εὐστ. Πονημ. 135. 22.
Russian (Dvoretsky)
λογιότης: λογιότητος ἡ дар речи, красноречие Plut.
German (Pape)
λογιότητος, ἡ, Redegabe, Beredsamkeit, Plut. öfter, der glor.Ath. 5 neben einander stellt ἡ Εὐριπίδου σοφία, ἡ Σοφοκλέους λογιότης, τὸ Αἰσχύλου στόμα und damit offenbar die Wohlredenheit, die gleichmäßige Schönheit der Rede bei Sophokles hervorhebt, s. λόγιος.
Translations
eloquence
Arabic: بَلَاغَة, فَصَاحَة; Belarusian: красамоўства; Bulgarian: красноречие, красноречивост; Catalan: eloqüència; Chinese Mandarin: 雄辯, 雄辩, 口才; Czech: výmluvnost, výřečnost; Dutch: welbespraaktheid, eloquentie; Esperanto: elokventeco; Finnish: kaunopuheisuus; French: éloquence; German: Redegewandtheit, Eloquenz, Sprachfertigkeit, Beredsamkeit, Redseligkeit, Redseligkeit; Greek: ευγλωττία, ευφράδεια; Ancient Greek: ἀγορητύς, ἐλλογιμότης, εὐγένεια, εὐγλωσσία, εὐγλωττία, εὐέπεια, εὐεπίη, εὐρημοσύνη, καλλιρρημοσύνη, λογιότης, μοῖσα, μοῦσα, μῶα, μῶσα, πολυφραδία, πολυφραδμοσύνα, πολυφραδμοσύνη, ῥητορεία, ῥώμη τοῦ λέγειν; Hindi: वाक्चातुर्य, वाक्पटुता, वाग्मिता, फ़साहत, बलाग़त, वक्तृता, सुवचन; Hungarian: ékesszólás, beszédkészség; Italian: eloquenza; Japanese: 雄弁; Latin: facundia, eloquium; Macedonian: речитост, красноречивост; Norwegian Bokmål: veltalenhet, språkferdighet; Old Norse: málsnild, málsnilld; Persian: بلاغت, فصاحت; Polish: elokwencja; Portuguese: eloquência; Romanian: elocvență; Russian: красноречие; Serbo-Croatian Cyrillic: рѐчито̄ст, рјѐчито̄ст, краснорѐчиво̄ст, краснорјѐчиво̄ст; Roman: rèčitōst, rjèčitōst, krasnorèčivōst, krasnorjèčivōst; Slovak: výrečnosť; Slovene: zgovornost; Spanish: elocuencia; Swahili: usemaji; Swedish: elokvens, vältalighet; Tajik: балоғат, фасоҳат; Turkish: belagat, konuşma sanatı; Ukrainian: красномовство, красномовність