ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
-η, -ολοξά τετμημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοτέμνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].