λούμα
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
λοῡμα, -ατος, τὸ (AM) λούω
μσν.
λουτρό
αρχ.
1. ρυάκι
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «λούματα
τὰ τῶν πτισσομένων κριθῶν ἄχυρα».