εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν → blessed are You, o Christ Our God
-έςαυτός που κατέχεται από συνεχή νοσηρή λύπη, ο παθολογικά μελαγχολικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -μανής (< μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς].