λυπομανής

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που κατέχεται από συνεχή νοσηρή λύπη, ο παθολογικά μελαγχολικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -μανής (< μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς].