Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
-έςαυτός που κατέχεται από συνεχή νοσηρή λύπη, ο παθολογικά μελαγχολικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -μανής (< μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς].