λυσσασμένος
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | Nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | Nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
και λυσσιασμένος, -η, -ο (Μ λυσσασμένος και λυσσιασμένος, -η, -ον) λυσσάζω
1. αυτός που έχει προσβληθεί από λύσσα
2. μανιώδης, παράφορος («λυσσασμένοι από την πύρα της χαράς και του κρασιού», Σολωμ.).