μαϊμού

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

η (Μ μαϊμού)
κοινή ονομασία διαφόρων ειδών πιθήκων
νεοελλ.
1. χαρακτηρισμός πονηρού ή άσχημου ανθρώπου
2. επιτήδεια παραλλαγμένο, μη γνήσιο βιομηχανικό προϊόν («το αυτοκίνητο αυτό είναι μαϊμού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μιμῶ. Κατ' άλλους, < τουρκ. maymun].