μακρόλαιμος
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει μακρύ λαιμό, μακρολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + λαιμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθ. Σταγειρίτη].