μακρυσμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A long interval, Aq.Ps.55(56).1, 119 (120).5.
Greek (Liddell-Scott)
μακρυσμός: ὁ, ἀπομακρυσμός, μακρυσμὸς ἀπὸ ὕδατος γλυκεροῦ Ἀριστ π. Φυτ. 2. 2, 19.
Greek Monolingual
μακρυσμός, ὁ (ΑM) μακρύνω
απομάκρυνση.
Full diacritics: μακρυσμός | Medium diacritics: μακρυσμός | Low diacritics: μακρυσμός | Capitals: ΜΑΚΡΥΣΜΟΣ |
Transliteration A: makrysmós | Transliteration B: makrysmos | Transliteration C: makrysmos | Beta Code: makrusmo/s |
ὁ,
A long interval, Aq.Ps.55(56).1, 119 (120).5.
μακρυσμός: ὁ, ἀπομακρυσμός, μακρυσμὸς ἀπὸ ὕδατος γλυκεροῦ Ἀριστ π. Φυτ. 2. 2, 19.
μακρυσμός, ὁ (ΑM) μακρύνω
απομάκρυνση.