μαξιλάρι

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

το (Μ μαξιλάριον και μαξιλάριν)
μικρός σάκος παραγεμισμένος με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα ή άλλη ύλη, ο οποίος χρησιμεύει για τη στήριξη του κεφαλιού κατά τον ύπνο ή για ξεκούραση τών μελών του σώματος, προσκεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάριον, υποκορ. του λατ. maxilla «σαγόνι»].