μαμούδι

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

και μαμούνι, το (Μ μαμούδι και μαμούνι)
έντομο, ζωύφιο
νεοελλ.
μτφ. άνθρωπος αεικίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. του μάμμος (II) «οικέτης». Κατ' άλλους, από το ρ. μαμμᾶν < μάμμη. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το μαμούδι < μούμουδο < μύμηδο < μύρμηδο < αρχ. μυρμηδών «μυρμηγκοφωλιά»].