μαμούδι
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
Greek Monolingual
και μαμούνι, το (Μ μαμούδι και μαμούνι)
έντομο, ζωύφιο
νεοελλ.
μτφ. άνθρωπος αεικίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. του μάμμος (II) «οικέτης». Κατ' άλλους, από το ρ. μαμμᾶν < μάμμη. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το μαμούδι < μούμουδο < μύμηδο < μύρμηδο < αρχ. μυρμηδών «μυρμηγκοφωλιά»].