μαργαρίτα
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
η
κοινή ονομασία διαφόρων φυτών του γένους χρυσάνθεμο, που ανήκει στην οικογένεια τών συνθέτων, καθώς και όλων σχεδόν τών φυτών με μαργαριτόμορφα άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. margarita < μαργαρίτης].