μαντατοφόρος

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

ο, θηλ. μαντατοφόρα (Μ μαντατοφόρος, θηλ. μαντατοφόρισσα)
αγγελιαφόρος, απεσταλμένος
μσν.
ως επίθ. φρ. «μαντατοφόρος γραφή» — επιστολή που περιέχει μήνυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαντάτο + -φόρος].