μαντατοφόρος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
Greek Monolingual
ο, θηλ. μαντατοφόρα (Μ μαντατοφόρος, θηλ. μαντατοφόρισσα)
αγγελιαφόρος, απεσταλμένος
μσν.
ως επίθ. φρ. «μαντατοφόρος γραφή» — επιστολή που περιέχει μήνυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαντάτο + -φόρος].