μαυρόχορτο

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

το (Μ μαυρόχορτον)
νεοελλ.
κοινή ονομασία τών ειδών φυτών Solanum nigrum, αλλ. στύχνος, και Heliotropium europaeum, αλλ. μπαμπακίτσες ή μελισσόχορτο
μσν.
αγριοντομάτα («ἔπαρον στρύχνον.... λέγουν το καὶ μαυρόχορτον»).