μαυρομάτης

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source

Greek Monolingual

-άτα, -άτικο, θηλ. και -ατού και -ατούσα (Μ μαυρομάτης, -άτα, -άτικο και μαυρόματος, -η, -ον)
1. αυτός που έχει μαύρα μάτια
2. φρ. «μαυρομάτικα φασόλια» — είδος φασολιών μικρού μεγέθους με μαύρο στίγμα, αλλ. γυφτοφάσουλα, σμυρναίικα, χλωρά ή αμπελοφάσουλα
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο μαυρομάτης
ζωολ. κοινή ονομασία πτηνού
2. το θηλ. ως ουσ. η μαυρομάτα
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού Ornithogalum arabicum.