μαστίχη
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
ἡ,
A mastich, μ. τρώγειν Com.Adesp.338; obtained from σχῖνος, mastich, Pistacia Lentiscus, or from ἰξίνη, pine-thistle, Atractylis gummifera, Thphr.HP9.1.2, cf. Dsc.1.70; the latter distd. as ἡ ἀκανθική Thphr.HP6.4.9; used as a cosmetic, Luc.Ind.23, Alex. 21.
Greek (Liddell-Scott)
μαστίχη: [ῐ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς: μαστίχα, παράγεται δὲ ἐκ τοῦ σχίνου, Λατ. lentiscus, μ. τρώγειν Κωμ. Ἀνών. 37, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 9., 9. 1, 2, Διοσκ. 1. 51.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
mastic, gomme à mâcher du lentisque.
Étymologie: μάσταξ.