μελισμάτιον
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., v.l. in AP11.168 (Antiphan.).
German (Pape)
[Seite 123] τό, dim. zum Vorigen, f. L. bei Antiphan. 4 (XI, 168).
Greek (Liddell-Scott)
μελισμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλισμα, Ἀνθ. Π. 11. 168.
Greek Monolingual
μελισμάτιον, τὸ (Α) μέλισμα
υποκορ. του μέλισμα.