Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
μελανοχαίτης, ὁ (Μ)αυτός που έχει μαύρα μαλλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χαίτη (πρβλ. μακρυ-χαίτης, χρυσο-χαίτης)].