μελανοχαίτης

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

μελανοχαίτης, ὁ (Μ)
αυτός που έχει μαύρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χαίτη (πρβλ. μακρυχαίτης, χρυσοχαίτης)].