μελλέποσις
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
ὁ μέλλων ἀνὴρ γίνεσθαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 125] ὁ, v. l. für μελλόποσις.
Greek (Liddell-Scott)
μελλέποσις: «ὁ μέλλων ἀνὴρ γίνεσθαι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μελλέποσις, ὁ, ἡ (Α)
βλ. μελλόποσις.