μετανάστευση
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Greek Monolingual
η (Μ μετανάστευσις) μεταναστεύω
ατομική ή ομαδική εγκατάλειψη μιας χώρας για εγκατάσταση σε άλλη, μετοικεσία, αποδημία, ξενιτεμός·
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
η (Μ μετανάστευσις) μεταναστεύω
ατομική ή ομαδική εγκατάλειψη μιας χώρας για εγκατάσταση σε άλλη, μετοικεσία, αποδημία, ξενιτεμός·